Επιχείρηση «Επίδαυρος»

Επιχείρηση «Επίδαυρος»

Για ακόμη μιά χρονιά, με τα καλά τους και τα κακά τους, τα Επιδαύρια αποδείχθηκαν το πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού, παρότι δέχθηκαν σκληρη κριτική προτού καν αρχίσουν

 

Ακούγεται σαν υπεραστικός μύθος, αλλά είναι αλήθεια. «Από το 1954, που ξεκίνησαν τα Επιδαύρια, ως το 1960 ρεύμα στο Λυγουριό δεν υπήρχε. Οι παραστάσεις γίνονταν χάρη σε μια μεγάλη γεννήτρια και οι Λυγουριώτες περίμεναν τους ηθοποιούς μετά το τέλος της παράστασης με λάμπες πετρελαίου να τους οδηγήσουν πίσω στο χωριό. Το ρεύμα το έφερε στο χωριό μας η Μαρία Κάλλας. Δηλαδή, εν όψει της παράστασης "Μήδεια" του Κερουμπίνι που σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής και θα ανέβαινε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 6 και 13 Αυγούστου του 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έδωσε εντολή και ξαφνικά όλα πήραν τον δρόμο τους και μας ήρθε ρεύμα από το Ναύπλιο» εξηγεί ο Νίκος Λιακόπουλος, γιος του Λεωνίδα, ιδιοκτήτη της ομώνυμης ταβέρνας στο Λυγουριό, στην οποία πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να βρεις τραπέζι μετά το τέλος κάθε επιδαύριας παράστασης. Η αφήγηση συνεχίζεται. Ο «Λεωνίδας» ξεκίνησε το 1952 σαν καφενεδάκι που έβγαζε και μεζέ. Το 1954, με την έναρξη των Επιδαυρίων, «οι ηθοποιοί έπρεπε κάπου να φάνε και να κοιμηθούν. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1962. Η μητέρα μου δεν ήξερε να μαγειρεύει. Η Κατίνα Παξινού την έμαθε. Εκτός από σπουδαία ηθοποιός ήταν και σπουδαία μαγείρισσα. Ο παππούς μου, ο Νίκος, αγαπούσε πολύ τους ηθοποιούς, θεωρούσε ότι ήταν μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων. Δίκιο είχε. Εμείς όλοι μεγαλώσαμε περιτριγυρισμένοι από όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που τώρα τους έχουμε σε φωτογραφίες στους τοίχους του μαγαζιού». Καμία υποδομή δεν υπήρχε τότε στην περιοχή: «Οι Λυγουριώτες άνοιξαν τα σπίτια τους το '55, οι ηθοποιοί κοιμούνταν στα κρεβάτια τους. Δεν ήταν εύκολα πράγματα αυτά τότε. Προέκυψαν πολλές κουμπαριές και σχέσεις ζωής. Ο Θάνος Κωτσόπουλος πάντρεψε τους γονείς μου και βάφτισε εμένα». Η πρώτη παράσταση στην Επίδαυρο πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Θέατρο στις 11 Σεπτεμβρίου του 1938. «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ακολούθησε μια παύση 16 ετών, για να έρθει στις 11 Ιουλίου του 1954 η «πρόβα τζενεράλε» των Επιδαυρίων, με τον Αλέκο Αλεξανδράκη να ερμηνεύει «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, και πάλι σε σκηνοθεσία Ροντήρη. Ενας θεσμός είχε μόλις γεννηθεί. Ακολούθησαν αναρίθμητες παραστάσεις από τότε, ονόματα ηχηρά που σήμερα έχουν διαστάσεις θρύλου, θρίαμβοι και αποτυχίες. Οσο τα χρόνια περνούσαν και οι ανάγκες άλλαζαν, άλλαζε μαζί τους και το θέατρο. Ολο και πιο συχνά ακούμε και αναρωτιόμαστε τι χωράει και τι όχι στο «ιερό θέατρο» της Επιδαύρου. Και ειδικά εφέτος, ίσως επειδή συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του θεσμού, η γκρίνια και ο σκεπτικισμός ήταν πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου άνοιξε αρχές Ιουλίου, εμπιστευόμενο τον χώρο σε δύο εκπροσώπους της νέας γενιάς - όπως συνηθίζουμε να λέμε. Στον Δημήτρη Καραντζά που ανέβασε «Ελένη» του Ευριπίδη και το γεγονός ότι δεν έχει κλείσει τα τριάντα ήταν ικανό για να εγείρει έριδες πολύ καιρό πριν από την πρεμιέρα της 5ης Ιουλίου. Και στον Εκτορα Λυγίζο που ανέβασε «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου και το ότι δεν έχει κλείσει τα σαράντα επίσης προκάλεσε αντιδράσεις πριν από τις 12 Ιουλίου αντίστοιχα. Ακολούθησαν ο γοητευτικός «Φιλοκτήτης» σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου με Μιχαήλ Μαρμαρινό, Αιμίλιο Χειλάκη και Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στην πρωταγωνιστική τριανδρία. Και ο απογοητευτικός «Ιππόλυτος» της Λυδίας Κονιόρδου σε παραγωγή Εθνικού - ήταν η παράσταση στην οποία η τοπική κοινωνία είχε επενδύσει περιμένοντας μεγάλη προσέλευση. Οι ταβέρνες και τα ξενοδοχεία μπορεί να γέμισαν το τελευταίο Παρασκευοσάββατο του Ιουλίου, η κακή παράσταση όμως δεν αντάμειψε το πιστό κοινό της ηθοποιού και σκηνοθέτιδος (όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές το διονυσιακής υπόθεσης έργο του Ευριπίδη «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου δεν είχε παιχτεί ακόμη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου). Η ευχάριστη έκπληξη ήρθε στις αρχές Αυγούστου από την έτερη παραγωγή του Εθνικού, τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Το πρωταγωνιστικό καστ (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Φάνης Μουρατίδης, Γιάννης Ζουγανέλης, Εβελίνα Παπούλια, αλλά και ο νεότερος πλην όμως αναγνωρίσιμος Πάνος Βλάχος) ήταν ικανό να τέρψει το ευρύ κοινό. Κανείς όμως δεν περίμενε ότι αυτή η παράσταση θα εξελισσόταν στο απόλυτο sold out του εφετινού καλοκαιριού. Την Παρασκευή οι θεατές έφτασαν τους 9.500, ενώ το Σάββατο έγινε το αδιαχώρητο, με 10.200 κόσμο να γεμίζει ασφυκτικά το θέατρο και δεκάδες απ' έξω και από νωρίς να ρωτούν εναγωνίως αν υπήρχε κάποιο έξτρα εισιτήριο, αν και το Εθνικό είχε βγάλει από το απόγευμα του Σαββάτου ανακοίνωση αποτρέποντας να ταξιδέψουν ως το αργολικό θέατρο όσους δεν είχαν εξασφαλίσει το μαγικό χαρτάκι. Οι εικόνες που βλέπεις κάτι τέτοιες ώρες είναι άκρως ενδιαφέρουσες: αυτοκίνητα που σχηματίζουν μια τεράστια ουρά από την Παλιά Επίδαυρο ως το Αρχαίο Θέατρο λες και βρίσκεσαι στην Κηφισίας σε ώρα αιχμής. Και μετά να παρκάρουν ακόμη και έξω από το τεράστιο πάρκινγκ που έχει ήδη γεμίσει. Κόσμο, πολύ κόσμο, κάθε ηλικίας να στριμώχνεται στο μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο του θεάτρου και ξαφνικά να μπαίνει ένας απαγορευτικός κώνος και να σε στέλνουν από διαφορετικό μονοπάτι επειδή δεν δέχονται άλλους από εκείνο κι εσύ να αρχίζεις να καρδιοχτυπάς ότι μπορεί κάποιος άλλος να βρίσκεται ήδη στην αριθμημένη θέση σου. Και ξαφνικά φτάνεις στις κερκίδες, τις βλέπεις γεμάτες και έρχεται η μεγάλη συνειδητοποίηση: μπροστά στο δέος της Επιδαύρου, κάθε σκηνοθέτης πρέπει να νιώθει σαν ροκ σταρ που καλείται να γεμίσει ένα τεράστιο στάδιο και να ικανοποιήσει το πιο απαιτητικό κοινό του κόσμου. Η παράσταση κέρδισε πολλά στοιχήματα και αυτό φάνηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά: βασίστηκε στην ουσία του έργου, εστιάζοντας στο μέγα ντιμπέιτ μεταξύ των νεκρών τραγικών ποιητών Ευριπίδη και Αισχύλου για το ποιος είναι ο καλύτερος. Ο σκηνοθέτης ξεμπέρδεψε πολύ γρήγορα και με ελάχιστα δυσώδη καλαμπούρια και σεξουαλικά υπονοούμενα και προσέφερε μια τραγωδία μέσα στην κωμωδία και το αντίστροφο. Οι πρωταγωνιστές ήταν στα καλύτερά τους - όταν αργότερα έβλεπα τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στην Ντίσκο «Καπάκι» της Παλιάς Επιδαύρου δεν πίστευα πόσο πανύψηλος φάνταζε επί σκηνής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Ο Ζουγανέλης είχε την πιο επιτυχημένη στιγμή του. Απόλυτα πειθαρχημένος, δεν έκανε τα δικά του, δεν θύμιζε ούτε για ένα λεπτό τον καλαμπουρτζή που κάνει σκετσάκια με χαβαλέ, ήταν ένας απολαυστικός Αισχύλος. Και ο Χορός αξίζει ένα τεράστιο μπράβο, αφού έπαιζε χωρίς να πάρει ανάσα, τόσο επί όσο και εκτός σκηνής - έπρεπε να μπουν και να βγουν από τα αβανταδόρικα κοστούμια της Εύας Νάθενα μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Οταν καταλάγιασε το παρατεταμένο χειροκρότημα, ακούστηκαν πολλά και διάφορα. Η επιτυχία ίσως φέρνει μεγαλύτερη γκρίνια από την αποτυχία. Για μια ακόμη φορά η περίφημη συζήτηση για το «face control» της Επιδαύρου και για το πόσο «σωστό» είναι να παίζουν εκεί «τηλεοπτικοί» ηθοποιοί. Ανατρέχοντας σε αριστοφανικές παραστάσεις-ορόσημο που ευτυχώς υπάρχουν και μέσω YouΤube, είδα την υπέροχη Μαίρη Αρώνη ως Λυσιστράτη σε παράσταση του 1972 και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το μυαλό μου πήγε μηχανικά στο από πού έμαθα εγώ τη Μαίρη Αρώνη. Ηταν μέσα από την ταινία «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου, που πρωτοβγήκε στις αίθουσες το 1965. Ποιος όμως θα μπορούσε να αμφισβητήσει το αυταπόδεικτο ταλέντο της στο θέατρο επειδή την είχε δει ως «Πάστα Φλώρα» στο σινεμά; Και δίπλα της, στην τότε διανομή, η Αννα Κυριακού ως Κλεονίκη, την οποία είκοσι χρόνια αργότερα το πανελλήνιο έμελλε να γνωρίσει ως «Μπεμπέκα» στις «Τρεις Χάριτες» του Mega. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Και παραφράζοντας τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου για να αναρωτηθούμε ποιος χωράει και ποιος όχι στην Επίδαυρο, η απάντηση είναι μία: «Κι αν μας αντέξει η σκηνή θα φανεί στο χειροκρότημα». Φάνης Μουρατίδης «Πιστέψαμε στο όνειρο του Γιάννη και βγήκε αληθινό» Περιμένατε τόσο μεγάλη επιτυχία; «Ηταν τεράστια έκπληξη. Πιστεύαμε ότι το θέατρο θα ήταν μισογεμάτο, αλλά ως εκεί. Εξαρχής όμως ο Γιάννης Κακλέας ήταν σαφέστατος στις προθέσεις του. Είχε πολύ συγκεκριμένη ιδέα, δεν μας επέτρεψε να αποκλίνουμε και να βασιστούμε στις ευκολίες μας. Στην αρχή φοβόταν ότι δεν θα τον πιστεύαμε, ότι θα κάναμε τα δικά μας. Μας έλεγε "δεν θέλω να ξεφύγουμε καθόλου από το κείμενο". Ακόμη κι ένα "και" για να αλλάξουμε, το διαπραγματευόμασταν για ώρες. Πιστέψαμε στο όνειρο του Γιάννη και βγήκε αληθινό». Σας ενοχλεί ότι συχνά σας χαρακτηρίζουν τηλεοπτικό ηθοποιό; «Αν θέλει να μας χαρακτηρίσει κάποιος τηλεοπτικούς, ας το κάνει αθροιστικά: πόσο θέατρο και πόση τηλεόραση έχουμε κάνει, να δει προς τα πού γέρνει η ζυγαριά. Εχει όμως αυτό καμιά σημασία στην ποιότητα ενός καλλιτέχνη; Μου θυμίζει παλαιοκομματικό παιχνίδι που δεν έχει πια καμία σημασία. Οταν ένας ηθοποιός πρέπει να επιβιώσει και δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν κάνει και τηλεόραση, πώς τον στήνεις στα πέντε μέτρα; Παλιά τα είχαμε όλα λυμένα. Ας μην σκεφτόμαστε πια σαν να είμαστε ακόμη στην εποχή της ευημερίας». Ποια αίσθηση σας άφησε η εμπειρία της Επιδαύρου; «Εμφανιζόμουν στο δεύτερο μέρος, κι ενώ θα μπορούσα να είμαι στα καμαρίνια, προτίμησα να είμαι πίσω από τη σκηνή, να βλέπω τον Χορό να αλλάζει 800 κοστούμια μέσα σε νανοσεκόντ. Ηταν τεράστια ευλογία που το ζήσαμε όλο αυτό. Ξεχνάς ότι παίζεις και υπάρχεις στο "συμβαίνει", παύεις να έχεις αίσθηση του εαυτού σου. Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή αυτό, ότι την ενδέκατη φορά που έπαιξα στην Επίδαυρο, κατάλαβα για πρώτη φορά ότι η σιωπή των θεατών ακούγεται εντελώς διαφορετικά όταν το θέατρο είναι γεμάτο». Η πιο αγαπημένη σας φράση από τον Ευριπίδη που υποδυθήκατε; «"Ποιος ξέρει αν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή...". Σε εποχές που ο κόσμος δεν έχει παραπανίσια χρήματα, το να πάρει το αυτοκίνητό του και να πληρώσει εισιτήριο μετρά αλλιώς. Αυτή η τεράστια προσέλευση ήταν λες και το κοινό μάς έκανε ένα τεράστιο πάρτι-έκπληξη, ήταν ένα ραντεβού που δεν περίμενα. Τις πιο ωραίες βραδιές του ο Θεός τις έδωσε μέσα σε ένα βροχερό καλοκαίρι. Και δεν υπάρχει κανένα βραβείο, καμία χρηματική αμοιβή, κανένα πικρόχολο σχόλιο που μπορεί να αγγίξει αυτό που αξιώθηκα να ζήσω». Φινάλε με Πέρσες Επειτα από ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα στη Θεσσαλονίκη και επιτυχημένες παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα, η διαχρονική τραγωδία του Αισχύλου παρουσιάζεται την Παρασκευή 15 και το Σάββατο 16 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Το αντιπολεμικό, πολιτικό, βαθιά πανανθρώπινο και ανεξίτηλο στον χρόνο έργο είναι η παραγωγή που παρουσιάζει το καλοκαίρι του 2014 το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Φέρτης (Δαρείος), Ακης Σακελλαρίου (Ατοσσα), Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Αγγελιαφόρος), Γιώργος Κολοβός (Ξέρξης). H μετάφραση είναι του Πάνου Μουλλά, τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, η μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη, η χορογραφία του Κώστα Γεράρδου και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου. Στις 21.00.

 

Λαζαρίδου Αστερόπη πηγή: τό Βήμα