Βάκχες στην Επίδαυρο: Από το χιπ χοπ στον Παζολίνι και στον «Δράκουλα των Εξαρχείων!» Αρνητικές εντυπώσεις σε Ελληνες και ξένους θεατές της παράστασης σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου

Βάκχες στην Επίδαυρο: Από το χιπ χοπ στον Παζολίνι και στον «Δράκουλα των Εξαρχείων!»
 
 

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ.

 Όταν μετά το τέλος της παράστασης των «Βακχών» του Ευριπίδη από το Θέατρο Δωματίου το περασμένο Σάββατο (9 Αυγούστου) στην Επίδαυρο ρώτησα μια παρέα νεαρών Αυστριακών πως τους φάνηκε αυτό που είδαν, προς έκπληξή μου άκουσα να λένε: «Κοιτάξτε να δείτε, το θέατρο ήταν εξαιρετικό….» Εξεπλάγην με το γεμάτο υπονοούμενα διπλωματικό σχόλιο των νεαρών από τη Βιέννη. Γιατί ποιος αλήθεια που ασχολείται με το θέατρο σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, μπορεί να αμφισβητήσει τον ίδιο τον σκηνικό χώρο της Επιδαύρου; Ουδείς φυσικά! Όμως το τι ανεβαίνει κάθε χρόνο εκεί και πως, είναι βεβαίως μια άλλη ιστορία… Εξεπλάγην όμως και για έναν ακόμη λόγο: ακόμα και αν δεν τους έχει αρέσει μια παράσταση στην Επίδαυρο, οι ξένοι θεατές δεν συνηθίζουν να είναι αυστηροί απέναντί του είτε επειδή έχουν παρασυρθεί από την μαγεία του χώρου, είτε επειδή νιώθοντας την μοναδικότητα της εμπειρίας δεν θέλουν να ακουστούν προσβλητικοί. Η παρέα των Αυστριακών δεν είχε τέτοιου είδους προβλήματα, ενδεχομένως επειδή όπως έμαθα ασχολείται με το θέατρο και δεν χάνει παράσταση για παράσταση στην πόλη της. Για παράδειγμα άκουσα με πολύ ενδιαφέρον την άποψη για την συμβατική σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου σε ότι αφορά την «αντιπαράθεση φύσης και πολιτισμένου κόσμου, η οποία ακόμα και στην δεκαετία του 1960 μπορούσε να παρουσιαστεί με πολύ πιο μοντέρνο τρόπο.» Ακόμα και η εικόνα του Πενθέα (Αρης Σερβετάλης) που παρέπεμπε κάπου ανάμεσα στον Αδόλφο Χίτλερ (στο πρόσωπο) και στον Αμλετ (στο ντύσιμο) διακρινόταν από προφανή κλισέ από τα οποία μάλιστα, δεν έβγαινε κάποιο νόημα. Θαυμάσια επίσης ήταν η παρατήρηση ότι η είσοδος όλων των προσώπων του έργου γινόταν από το ίδιο σημείο (και όχι από τρία όπως συνήθως συμβαίνει) με αποτέλεσμα ένα ξένος θεατής (αλλά και ένας Ελληνας) να μην μπορεί να καταλάβει ποιος είναι ποιος και να μην έχει άποψη του χώροτ. «Επικρατούσε γενικώς μια σύγχυση που κατά την γνώμη μου υποβάθμιζε την ουσία του έργου που μιλά για την ταυτότητα και την εξουσία» μου είπε η Μίμι, η οποία ας σημειωθεί ότι είχε διαβάσει ήδη όλο το έργο για να είναι προετοιμασμένη στην παράσταση που φυσικά είχε και υποτίτλους. Την άποψη των Αυστριακών θεατών συμμερίστηκε και η Γαρυφαλλιά, Ελληνίδα εργαζόμενη στο εξωτερικό, που επίσης ασχολείται (ερασιτεχνικά) με το θέατρο. «Αν υποθέσουμε ότι οι δημιουργοί ήθελαν να αναδείξουν μια αίσθηση υποκουλτούρας που ξεκινούσε από τον Παζολίνι και κατέληγε στον “Δράκουλα των Εξαρχείων” δεν τα κατάφεραν διότι αν η ανάδειξη αυτού του πράγματος γίνει με το ζόρι. τότε θα φανεί ψεύτικη και αυτό ακριβώς συνέβη. Κρατιόμουν να μην γελάσω στο χιπ χοπ προσώπων που παρέπεμπαν σε κακέκτυπα τραβεστί της δεκαετίας του ’80 και ήθελα να φύγω από την μέσα. Αν τελικά έμεινα ήταν γιατί είχα την περιέργεια να δω πως θα αντιδράσει το κοινό. Όχι επειδή πια το έργο με ενδιέφερε.» Το κοινό βεβαίως αντέδρασε με δυνατό χειροκρότημα, το οποίο όμως προήλθε κυρίως από εκείνους τους θεατές οι οποίοι βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από την σκηνή, στην καρδιά του θεάτρου. Αυτοί άλλωστε οι θεατές κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων ενός θεάτρου που αριστερά και δεξιά έδειχνε αποκαρδιωτικά άδειο. Στα συν της παράστασης πάντως, η ακουστική και η καλή άρθρωση των ηθοποιών καθώς επίσης το ότι η Μπρούσκου στον ρόλο της μητέρας ήταν διαρκώς παρούσα, πλήρως ενσωματωμένη στο έργο.​ 

 

πηγή: το Βημα